Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλιγύγλωσσος
ἁλιδινής
ἁλίδονος
ἁλίδουπος
ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
ἁλίζω
ἁλίζω2
Ἁλιζῶνες
View word page
Ἁλιεῖς
Halieis

ShortDef

Halieis

Debugging

Headword:
Ἁλιεῖς
Headword (normalized):
ἁλιεῖς
Headword (normalized/stripped):
αλιεις
IDX:
3662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3663
Key:

Data

{'content': 'Halieis'}