Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐαισθητέω
εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
View word page
εὐαλλοίωτος
easily changed
ShortDef
easily changed
Debugging
Headword:
εὐαλλοίωτος
Headword (normalized):
εὐαλλοίωτος
Headword (normalized/stripped):
ευαλλοιωτος
IDX:
36628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36629
Key:
Data
{'content': 'easily changed'}