Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαίρετος
εὐαισθησία
εὐαισθητέω
εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
View word page
εὐαλδής
well-grown, luxuriant

ShortDef

well-grown, luxuriant

Debugging

Headword:
εὐαλδής
Headword (normalized):
εὐαλδής
Headword (normalized/stripped):
ευαλδης
IDX:
36626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36627
Key:

Data

{'content': 'well-grown, luxuriant'}