Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔαιμος
Εὐαίμων
εὐαίνετος
εὐαίρετος
εὐαισθησία
εὐαισθητέω
εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐάμπελος
View word page
εὐακόνητος
well-whetted

ShortDef

well-whetted

Debugging

Headword:
εὐακόνητος
Headword (normalized):
εὐακόνητος
Headword (normalized/stripped):
ευακονητος
IDX:
36623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36624
Key:

Data

{'content': 'well-whetted'}