Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαιμία
Εὐαιμονίδης
εὐαιμορράγητος
εὔαιμος
Εὐαίμων
εὐαίνετος
εὐαίρετος
εὐαισθησία
εὐαισθητέω
εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
View word page
εὐαίσθητος
with quick senses

ShortDef

with quick senses

Debugging

Headword:
εὐαίσθητος
Headword (normalized):
εὐαίσθητος
Headword (normalized/stripped):
ευαισθητος
IDX:
36620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36621
Key:

Data

{'content': 'with quick senses'}