Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλίγκιος
ἀλιγύγλωσσος
ἁλιδινής
ἁλίδονος
ἁλίδουπος
ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
ἁλίζω
ἁλίζω2
View word page
ἁλίειος
fisher's

ShortDef

fisher's

Debugging

Headword:
ἁλίειος
Headword (normalized):
ἁλίειος
Headword (normalized/stripped):
αλιειος
IDX:
3661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3662
Key:

Data

{'content': "fisher's"}