Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐάζω
εὐαής
εὔαθλος
εὐαί
εὐαιμία
Εὐαιμονίδης
εὐαιμορράγητος
εὔαιμος
Εὐαίμων
εὐαίνετος
εὐαίρετος
εὐαισθησία
εὐαισθητέω
εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
View word page
εὐαίρετος
easy to be taken
ShortDef
easy to be taken
Debugging
Headword:
εὐαίρετος
Headword (normalized):
εὐαίρετος
Headword (normalized/stripped):
ευαιρετος
IDX:
36616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36617
Key:
Data
{'content': 'easy to be taken'}