Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλιγείτων
ἁλιγενής
ἀλίγκιος
ἀλιγύγλωσσος
ἁλιδινής
ἁλίδονος
ἁλίδουπος
ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
View word page
ἁλιειδής
sea-coloured

ShortDef

sea-coloured

Debugging

Headword:
ἁλιειδής
Headword (normalized):
ἁλιειδής
Headword (normalized/stripped):
αλιειδης
IDX:
3659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3660
Key:

Data

{'content': 'sea-coloured'}