Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
View word page
ἀγελαρχέω
to lead a company
ShortDef
to lead a company
Debugging
Headword:
ἀγελαρχέω
Headword (normalized):
ἀγελαρχέω
Headword (normalized/stripped):
αγελαρχεω
IDX:
365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-366
Key:
Data
{'content': 'to lead a company'}