Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγκής
εὔαγλις
Εὐαγόρας
εὐαγόραστος
εὐαγορέω
Εὐαγόρη
Εὐαγόρης
εὐαγρέω
εὐαγρία
εὔαγρος
View word page
εὐάγκαλος
easy to bear in the arms

ShortDef

easy to bear in the arms

Debugging

Headword:
εὐάγκαλος
Headword (normalized):
εὐάγκαλος
Headword (normalized/stripped):
ευαγκαλος
IDX:
36589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36590
Key:

Data

{'content': 'easy to bear in the arms'}