Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίβρωτος
ἁλιγείτων
ἁλιγενής
ἀλίγκιος
ἀλιγύγλωσσος
ἁλιδινής
ἁλίδονος
ἁλίδουπος
ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
View word page
ἁλιεία
fishing

ShortDef

fishing

Debugging

Headword:
ἁλιεία
Headword (normalized):
ἁλιεία
Headword (normalized/stripped):
αλιεια
IDX:
3658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3659
Key:

Data

{'content': 'fishing'}