Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγκής
εὔαγλις
Εὐαγόρας
εὐαγόραστος
εὐαγορέω
Εὐαγόρη
Εὐαγόρης
εὐαγρέω
εὐαγρία
View word page
εὐάγητος
bright

ShortDef

bright

Debugging

Headword:
εὐάγητος
Headword (normalized):
εὐάγητος
Headword (normalized/stripped):
ευαγητος
IDX:
36588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36589
Key:

Data

{'content': 'bright'}