Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγκής
εὔαγλις
Εὐαγόρας
εὐαγόραστος
εὐαγορέω
View word page
εὐαγέω
to be pure, holy
ShortDef
to be pure, holy
Debugging
Headword:
εὐαγέω
Headword (normalized):
εὐαγέω
Headword (normalized/stripped):
ευαγεω
IDX:
36584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36585
Key:
Data
{'content': 'to be pure, holy'}