Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
εὐάγητος
εὐάγκαλος
εὐαγκής
εὔαγλις
Εὐαγόρας
View word page
εὐάγγελος
bringing good news

ShortDef

bringing good news

Debugging

Headword:
εὐάγγελος
Headword (normalized):
εὐάγγελος
Headword (normalized/stripped):
ευαγγελος
IDX:
36582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36583
Key:

Data

{'content': 'bringing good news'}