Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
εὐαγής2
εὐαγής3
View word page
εὐαγγελία
good tidings
ShortDef
good tidings
Debugging
Headword:
εὐαγγελία
Headword (normalized):
εὐαγγελία
Headword (normalized/stripped):
ευαγγελια
IDX:
36577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36578
Key:
Data
{'content': 'good tidings'}