Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
εὐάγεια
εὐαγέω
εὐαγής
View word page
εὖ
well

ShortDef

well

Debugging

Headword:
εὖ
Headword (normalized):
εὖ
Headword (normalized/stripped):
ευ
IDX:
36575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36576
Key:

Data

{'content': 'well'}