Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
Εὐαγγέλιος
εὐαγγελιστής
εὐάγγελος
View word page
ἐτωσιοεργός
working fruitlessly

ShortDef

working fruitlessly

Debugging

Headword:
ἐτωσιοεργός
Headword (normalized):
ἐτωσιοεργός
Headword (normalized/stripped):
ετωσιοεργος
IDX:
36572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36573
Key:

Data

{'content': 'working fruitlessly'}