Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
εὐαγγέλιον
View word page
ἐτυμολόγος
studying etymology

ShortDef

studying etymology

Debugging

Headword:
ἐτυμολόγος
Headword (normalized):
ἐτυμολόγος
Headword (normalized/stripped):
ετυμολογος
IDX:
36569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36570
Key:

Data

{'content': 'studying etymology'}