Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
ἐτώσιος
ἔτωσιος
εὖ
εὖα
εὐαγγελία
εὐαγγελίζομαι
View word page
ἐτυμολογικός
belonging to ἐτυμολογία

ShortDef

belonging to ἐτυμολογία

Debugging

Headword:
ἐτυμολογικός
Headword (normalized):
ἐτυμολογικός
Headword (normalized/stripped):
ετυμολογικος
IDX:
36568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36569
Key:

Data

{'content': 'belonging to ἐτυμολογία'}