Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
ἐτυμολογέω
ἐτυμολογία
ἐτυμολογικός
ἐτυμολόγος
ἔτυμος
ἐτυμότης
ἐτωσιοεργός
View word page
ἐττημένος
sifted
ShortDef
sifted
Debugging
Headword:
ἐττημένος
Headword (normalized):
ἐττημένος
Headword (normalized/stripped):
εττημενος
IDX:
36562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36563
Key:
Data
{'content': 'sifted'}