Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
ἐτυμόδρυς
View word page
ἑτοῖμος
at hand, ready, prepared

ShortDef

at hand, ready, prepared

Debugging

Headword:
ἑτοῖμος
Headword (normalized):
ἑτοῖμος
Headword (normalized/stripped):
ετοιμος
IDX:
36555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36556
Key:

Data

{'content': 'at hand, ready, prepared'}