Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
ἐτυμηγορέω
ἐτυμηγόρος
View word page
ἑτοιμοπώλης
one who keeps such a shop

ShortDef

one who keeps such a shop

Debugging

Headword:
ἑτοιμοπώλης
Headword (normalized):
ἑτοιμοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοπωλης
IDX:
36554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36555
Key:

Data

{'content': 'one who keeps such a shop'}