Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
ἐτός
ἐτός2
ἐττημένος
View word page
ἑτοιμόπτωτος
inclined to fall

ShortDef

inclined to fall

Debugging

Headword:
ἑτοιμόπτωτος
Headword (normalized):
ἑτοιμόπτωτος
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοπτωτος
IDX:
36552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36553
Key:

Data

{'content': 'inclined to fall'}