Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
ἑτοιμόφθαρτος
ἔτος
View word page
ἑτοιμολόγος
talkative

ShortDef

talkative

Debugging

Headword:
ἑτοιμολόγος
Headword (normalized):
ἑτοιμολόγος
Headword (normalized/stripped):
ετοιμολογος
IDX:
36549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36550
Key:

Data

{'content': 'talkative'}