Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔτι
ἐτνηρός
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
ἑτοιμότης
ἑτοιμοτόμος
View word page
ἑτοιμοκόλλιξ
one who gives rolls freely

ShortDef

one who gives rolls freely

Debugging

Headword:
ἑτοιμοκόλλιξ
Headword (normalized):
ἑτοιμοκόλλιξ
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοκολλιξ
IDX:
36547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36548
Key:

Data

{'content': 'one who gives rolls freely'}