Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνηρός
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
ἑτοιμοπωλεῖον
ἑτοιμοπώλης
ἑτοῖμος
View word page
ἑτοιμοεγρήγορος
light

ShortDef

light

Debugging

Headword:
ἑτοιμοεγρήγορος
Headword (normalized):
ἑτοιμοεγρήγορος
Headword (normalized/stripped):
ετοιμοεγρηγορος
IDX:
36545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36546
Key:

Data

{'content': 'light'}