Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔτης
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνηρός
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
ἑτοιμοεγρήγορος
ἑτοιμοθάνατος
ἑτοιμοκόλλιξ
ἑτοιμοκοπία
ἑτοιμολόγος
ἑτοιμομεμφής
ἑτοιμοπειθής
ἑτοιμόπτωτος
View word page
ἑτοιμάζω
to make ready, prepare

ShortDef

to make ready, prepare

Debugging

Headword:
ἑτοιμάζω
Headword (normalized):
ἑτοιμάζω
Headword (normalized/stripped):
ετοιμαζω
IDX:
36542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36543
Key:

Data

{'content': 'to make ready, prepare'}