Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερωνυμέω
ἑτερωνυμία
ἑτερώνυμος
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἔτετμον
ἐτήρ
ἐτηρίς
ἔτης
ἐτησίαι
ἐτήσιος
ἐτητυμία
ἐτήτυμος
ἔτι
ἐτνηρός
ἐτνήρυσις
ἐτνοδόνος
ἔτνος
ἑτοιμάζω
ἑτοιμασία
ἑτοιμόδακρυς
View word page
ἐτήσιος
lasting a year, a year long
ShortDef
lasting a year, a year long
Debugging
Headword:
ἐτήσιος
Headword (normalized):
ἐτήσιος
Headword (normalized/stripped):
ετησιος
IDX:
36534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36535
Key:
Data
{'content': 'lasting a year, a year long'}