Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτερόχρως
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
ἑτερωνυμία
ἑτερώνυμος
ἑτέρως
ἑτέρωσε
ἔτετμον
ἐτήρ
View word page
ἑτερόχρως
with one of different sex

ShortDef

with one of different sex

Debugging

Headword:
ἑτερόχρως
Headword (normalized):
ἑτερόχρως
Headword (normalized/stripped):
ετεροχρως
IDX:
36520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36521
Key:

Data

{'content': 'with one of different sex'}