Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτερόχρως
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
ἑτερωνυμία
View word page
ἑτεροχροέω
to be of different colour
ShortDef
to be of different colour
Debugging
Headword:
ἑτεροχροέω
Headword (normalized):
ἑτεροχροέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροχροεω
IDX:
36515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36516
Key:
Data
{'content': 'to be of different colour'}