Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτερόχρως
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
ἑτερωνυμέω
View word page
ἑτερόχηλος
with unequal hoofs

ShortDef

with unequal hoofs

Debugging

Headword:
ἑτερόχηλος
Headword (normalized):
ἑτερόχηλος
Headword (normalized/stripped):
ετεροχηλος
IDX:
36514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36515
Key:

Data

{'content': 'with unequal hoofs'}