Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτερόχρως
ἑτέρωθεν
ἑτέρωθι
ἑτερώνιος
View word page
ἑτερόφωνος
of different voice: foreign

ShortDef

of different voice: foreign

Debugging

Headword:
ἑτερόφωνος
Headword (normalized):
ἑτερόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ετεροφωνος
IDX:
36513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36514
Key:

Data

{'content': 'of different voice: foreign'}