Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
ἑτερόχροια
ἑτεροχροιότης
ἑτερόχρονος
ἑτερόχροος
ἑτερόχρως
View word page
ἑτερόφυτον
grafted
ShortDef
grafted
Debugging
Headword:
ἑτερόφυτον
Headword (normalized):
ἑτερόφυτον
Headword (normalized/stripped):
ετεροφυτον
IDX:
36510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36511
Key:
Data
{'content': 'grafted'}