Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
ἑτεροχροέω
View word page
ἑτεροφρονέω
to be distraught

ShortDef

to be distraught

Debugging

Headword:
ἑτεροφρονέω
Headword (normalized):
ἑτεροφρονέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροφρονεω
IDX:
36505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36506
Key:

Data

{'content': 'to be distraught'}