Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
ἑτεροφωνέομαι
ἑτεροφωνία
ἑτερόφωνος
ἑτερόχηλος
View word page
ἑτερόφθαλμος
one-eyed
ShortDef
one-eyed
Debugging
Headword:
ἑτερόφθαλμος
Headword (normalized):
ἑτερόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
ετεροφθαλμος
IDX:
36504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36505
Key:
Data
{'content': 'one-eyed'}