Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
ἑτεροφρονέω
ἑτεροφροσύνη
ἑτερόφρων
ἑτεροφυής
ἑτερόφυλος
ἑτερόφυτον
View word page
ἑτερούας
one-eared, one-handled

ShortDef

one-eared, one-handled

Debugging

Headword:
ἑτερούας
Headword (normalized):
ἑτερούας
Headword (normalized/stripped):
ετερουας
IDX:
36500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36501
Key:

Data

{'content': 'one-eared, one-handled'}