Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγείτων
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
View word page
Ἀγέλαος
Agelaus

ShortDef

Agelaus

Debugging

Headword:
Ἀγέλαος
Headword (normalized):
ἀγέλαος
Headword (normalized/stripped):
αγελαος
IDX:
364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-365
Key:

Data

{'content': 'Agelaus'}