Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
ἑτεροφανής
ἑτεροφθαλμία
ἑτερόφθαλμος
View word page
ἑτεροσχημάτιστος
differently formed

ShortDef

differently formed

Debugging

Headword:
ἑτεροσχημάτιστος
Headword (normalized):
ἑτεροσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ετεροσχηματιστος
IDX:
36494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36495
Key:

Data

{'content': 'differently formed'}