Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
ἑτεροτράχηλος
ἑτερότροπος
ἑτερούας
ἑτερουΐς
View word page
ἑτερόστομος
one-edged

ShortDef

one-edged

Debugging

Headword:
ἑτερόστομος
Headword (normalized):
ἑτερόστομος
Headword (normalized/stripped):
ετεροστομος
IDX:
36491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36492
Key:

Data

{'content': 'one-edged'}