Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
ἑτεροταγής
ἑτερότης
View word page
ἑτεροσκελής
with uneven legs

ShortDef

with uneven legs

Debugging

Headword:
ἑτεροσκελής
Headword (normalized):
ἑτεροσκελής
Headword (normalized/stripped):
ετεροσκελης
IDX:
36487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36488
Key:

Data

{'content': 'with uneven legs'}