Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
ἑτεροσχημάτιστος
ἑτεροσχήμων
View word page
ἕτερος
the one; the other (of two)
ShortDef
the one; the other (of two)
Debugging
Headword:
ἕτερος
Headword (normalized):
ἕτερος
Headword (normalized/stripped):
ετερος
IDX:
36485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36486
Key:
Data
{'content': 'the one; the other (of two)'}