Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
ἑτερόστροφος
ἑτερόσφυκτος
View word page
ἑτερόρροπος
inclined to one side

ShortDef

inclined to one side

Debugging

Headword:
ἑτερόρροπος
Headword (normalized):
ἑτερόρροπος
Headword (normalized/stripped):
ετερορροπος
IDX:
36483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36484
Key:

Data

{'content': 'inclined to one side'}