Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
ἑτεροσκελής
ἑτερόσκιος
ἑτερόσσυτος
ἑτερόστοιχος
ἑτερόστομος
View word page
ἑτερορρεπέω
lean on one side

ShortDef

lean on one side

Debugging

Headword:
ἑτερορρεπέω
Headword (normalized):
ἑτερορρεπέω
Headword (normalized/stripped):
ετερορρεπεω
IDX:
36481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36482
Key:

Data

{'content': 'lean on one side'}