Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατέω
ἑτεροπλατής
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
ἑτερορρεπής
ἑτερόρροπος
ἑτερόρρυθμος
ἕτερος
ἑτεροσήμαντος
View word page
ἑτερόπους
with uneven feet, halting

ShortDef

with uneven feet, halting

Debugging

Headword:
ἑτερόπους
Headword (normalized):
ἑτερόπους
Headword (normalized/stripped):
ετεροπους
IDX:
36476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36477
Key:

Data

{'content': 'with uneven feet, halting'}