Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατέω
ἑτεροπλατής
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
ἑτερορρεπέω
View word page
ἑτερόπλοος
lent on a ship and cargo with the risk of the outward journey
ShortDef
lent on a ship and cargo with the risk of the outward journey
Debugging
Headword:
ἑτερόπλοος
Headword (normalized):
ἑτερόπλοος
Headword (normalized/stripped):
ετεροπλοος
IDX:
36471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36472
Key:
Data
{'content': 'lent on a ship and cargo with the risk of the outward journey'}