Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατέω
ἑτεροπλατής
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
ἑτερορρέπεια
View word page
ἑτερόπλοκος
irregularly combined

ShortDef

irregularly combined

Debugging

Headword:
ἑτερόπλοκος
Headword (normalized):
ἑτερόπλοκος
Headword (normalized/stripped):
ετεροπλοκος
IDX:
36470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36471
Key:

Data

{'content': 'irregularly combined'}