Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερομήτριος
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατέω
ἑτεροπλατής
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
ἑτερόπτολις
ἑτερόπτωτος
View word page
ἑτερόπλευρος
with two visible faces

ShortDef

with two visible faces

Debugging

Headword:
ἑτερόπλευρος
Headword (normalized):
ἑτερόπλευρος
Headword (normalized/stripped):
ετεροπλευρος
IDX:
36469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36470
Key:

Data

{'content': 'with two visible faces'}