Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερομήκης
ἑτερομηκικός
ἑτερομήτριος
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
ἑτεροπαχής
ἑτεροπλανής
ἑτεροπλατέω
ἑτεροπλατής
ἑτερόπλευρος
ἑτερόπλοκος
ἑτερόπλοος
ἑτερόπνοοι
ἑτεροποδέω
ἑτεροποιός
ἑτερόπορπος
ἑτερόπους
ἑτεροπρόσωπος
View word page
ἑτεροπλατέω
vary in breadth

ShortDef

vary in breadth

Debugging

Headword:
ἑτεροπλατέω
Headword (normalized):
ἑτεροπλατέω
Headword (normalized/stripped):
ετεροπλατεω
IDX:
36467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36468
Key:

Data

{'content': 'vary in breadth'}