Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
ἑτερομέρεια
ἑτερομερής
ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
ἑτερομηκικός
ἑτερομήτριος
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
ἑτεροούσιος
ἑτεροπάθεια
View word page
ἑτερομερής
leaning to one side, one-sided
ShortDef
leaning to one side, one-sided
Debugging
Headword:
ἑτερομερής
Headword (normalized):
ἑτερομερής
Headword (normalized/stripped):
ετερομερης
IDX:
36454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36455
Key:
Data
{'content': 'leaning to one side, one-sided'}