Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑτερόκλιτος
ἑτεροκλονέω
ἑτεροκοπία
ἑτεροκρανία
ἑτερόκτυπος
ἑτεροκωφέω
ἑτερόκωφος
ἑτερολογία
ἑτερόμαλλος
ἑτερομάσχαλος
ἑτερομεγεθέω
ἑτερομέρεια
ἑτερομερής
ἑτερομετρία
ἑτερόμετρος
ἑτερομήκης
ἑτερομηκικός
ἑτερομήτριος
ἑτερομοιότης
ἑτερομόλιος
ἑτερόμορφος
View word page
ἑτερομεγεθέω
increase on one side

ShortDef

increase on one side

Debugging

Headword:
ἑτερομεγεθέω
Headword (normalized):
ἑτερομεγεθέω
Headword (normalized/stripped):
ετερομεγεθεω
IDX:
36452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36453
Key:

Data

{'content': 'increase on one side'}